αμπελοχώραφα

αμπελοχώραφα
τα
1. αμπέλια και χωράφια μαζί
2. η όλη κτηματική περιουσία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελοχώραφον < αμπέλιν + χωράφιν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμπελοχώραφα — τα σύνολο από χωράφια φυτεμένα με αμπέλια: Είχε πάρει προίκα ελιές κι αμπελοχώραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • παππούς — ο 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο πάππος 2. γέροντας, ηλικιωμένος 3. στον πληθ. οι παππούδες οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι 4. παροιμ. «έλα, παππού, να σού δείξω τ αμπελοχώραφά σου» λέγεται για εκείνους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”